- Κρεύγα
- Κρεύγᾱ , Κρεύγηςmasc nom/voc/acc dual (doric)Κρεύγᾱ , Κρεύγηςmasc gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κρεύγᾳ — Κρεύγᾱͅ , Κρεύγης masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρεύγας — Κρεύγᾱς , Κρεύγης masc acc pl (doric) Κρεύγᾱς , Κρεύγης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρεύγαν — Κρεύγᾱν , Κρεύγης masc acc sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δαμόξενος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Κωμωδιογράφος (4ος αι. π.Χ.). Άκμασε μεταξύ 350 και 300 π.Χ. 2. Συρακούσιος αθλητής που παραβαίνοντας τα συμφωνημένα σκότωσε με αλλεπάλληλα χτυπήματα τον αντίπαλό του Επιδάμνειο Κρεύγα στα Νέμεα. Έπειτα από αυτό, ο… … Dictionary of Greek